- αντικελεύω
- ἀντικελεύω (Α)διατάζω κι εγώ αυτόν που με διατάζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεκέλευον — ἀντικελεύω bid imperf ind act 3rd pl ἀντικελεύω bid imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκελεύσθησαν — ἀντικελεύω bid aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek